Το κοριτσάκι με τα σπίρτα


Τώρα που πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, σκέφτηκα να γράψω ένα σχετικό παραμύθι. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα είναι ένα Χριστουγεννιάτικο παραμύθι από τον Δανό Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen). Γράφτηκε το 1845 και μιλάει για τα όνειρα και την ελπίδα ενός ετοιμοθάνατου κοριτσιού. Παραθέτω την αυθεντική ιστορία σε ελεύθερη μετάφραση από τα Αγγλικά.

Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε ασταμάτητα. Ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι περιπλανιόταν στους σκοτεινούς και άδειους δρόμους της πόλης. Δεν φορούσε τίποτα στο κεφάλι της και τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα. Η αλήθεια είναι ότι όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε κάτι φθαρμένες παντόφλες από την μητέρα της, όμως της ήταν πολύ μεγάλες. Έτσι όταν δυο άμαξες πέρασαν με φόρα δίπλα της, έτρεξε για να τις αποφύγει και έχασε τις παντόφλες τις. Την μία παντόφλα ήταν αδύνατο να την βρει όσο και αν έψαξε. Την  δεύτερη παντόφλα την άρπαξε ένα αγόρι και άρχισε να τρέχει φωνάζοντας ότι θα την κάνει κούνια όταν θα έχει δικά του παιδιά. Έτσι το κοριτσάκι αναγκάστηκε να περπατάει ξυπόλητο και τα πόδια της είχαν μελανιάσει από το κρύο.


Το κοριτσάκι φορούσε μια παλιά ποδιά που στην τσέπη της είχε βάλει  κάποια σπίρτα. Λίγα ακόμη σπίρτα κρατούσε στο χέρι της και προσπαθούσε να τα πουλήσει. γιατί αυτό έκανε για να ζήσει: πουλούσε σπίρτα. Κανένας όμως δεν είχε αγοράσει σπίρτα όλη την ημέρα, ούτε καν της έδωσαν καμιά δεκάρα για ελεημοσύνη. Η κατάστασή της ήταν τραγική καθώς περπατούσε στο δρόμο παγωμένη και η πείνα την θέριζε. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα ξανθά μαλλιά της που ήταν πολύ όμορφα όμως το κοριτσάκι δεν μπορούσε να χαρεί την ομορφιά του χιονιού.

Όλα τα παράθυρα των σπιτιών ήταν φωτισμένα και η ατμόσφαιρα μύριζε ψητή γαλοπούλα γιατί όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο. Βρήκε μια γωνιά ανάμεσα σε δύο σπίτια και κάθισε εκεί για να προστατευθεί από το κρύο. Προσπάθησε να μαζέψει τα πόδια της ώστε να ζεσταθούν όμως δεν γινόταν τίποτα. Τώρα κρύωνε πάρα πολύ. Το κοριτσάκι δεν τολμούσε να πάει στο σπίτι της γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε σπίρτο και ο πατέρας της θα της έδερνε. Αλλά και στο σπίτι της να πήγαινε δεν θα ήταν πιο ζεστό από ότι έξω. Στο σπίτι της δεν είχαν σόμπα και η σκεπή  ήταν γεμάτη ρωγμές και σπασμένα κεραμίδια.

Τα χέρια της είχαν παγώσει από το κρύο τόσο πολύ που μετά βίας τα κουνούσε. Τότε σκέφτηκε ότι ένα σπίρτο θα την βοηθούσε να ζεσταθεί λίγο. Αρπάζει λοιπόν ένα σπίρτο από την ποδιά της, το τρίβει στον τοίχο και με μιας το σπίρτο άναψε. Ώ, τι ωραία που έκαιγε και πόσο όμορφη φλόγα. Το κοριτσάκι φαντάστηκε ότι ήταν σαν κερί έτσι που έβαζε το χέρι της γύρω του για να το ζεστάνει. Τι περίεργο κερί ήταν αυτό... Έτσι όπως κοιτούσε την φλόγα του φαντάστηκε ότι ήταν μπροστά σε μια όμορφη σόμπα. Και η φωτιά έκαιγε λαμπερά μέσα στην σόμπα και ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Μόλις όμως ήταν έτοιμη να απλώσει τα πόδια της να ζεσταθούν στην σόμπα τότε η φλόγα έσβησε, η σόμπα χάθηκε και έμεινε να κρατάει ένα σβησμένο σπίρτο.

Αμέσως άρπαξε ένα ακόμα σπίρτο και το άναψε. Η φλόγα λαμπύρισε και φώτισε τον τοίχο δίπλα της. Όμως ο τοίχος έγινε αμέσως διάφανος και μπορούσε να δει μέσα στο δωμάτιο. Όλα ήταν στολισμένα για τη γιορτή μέσα στο δωμάτιο και στο κέντρο υπήρχε ένα τραπέζι γεμάτο με φαγητά. Στο κέντρο του ξεχώριζε μια πεντανόστιμη ψητή γαλοπούλα. Ξαφνικά η γαλοπούλα πήδηξε από το τραπέζι και άρχισε να περπατά προς το κοριτσάκι. Μόλις όμως ήταν έτοιμη να την πιάσει το σπίρτο έσβησε και απόμεινε να κοιτάζει τον μαύρο τοίχο.

Άναψε ακόμη ένα σπίρτο. Τώρα βρέθηκε να κάθετε κάτω από ένα Χριστουγεννιάτικό δέντρο. Ήταν το πιο όμορφο δέντρο που είχε δει ποτέ της. Πιο όμορφο και από του πλούσιου έμπορου που είχε δει τις προάλλες. Όμορφα στολίδια στόλιζαν τα κλαδιά του και όλο το δέντρο φωτίζονταν με κεριά. Το σπίρτο όμως έσβησε, το δέντρο εξαφανίστηκε και τα κεριά άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Τότε συνειδητοποίησε ότι τα κεριά που έβλεπε ήταν τα άστρα. Όπως κοιτούσε τα αστέρια είδε ένα να πέφτει. Σκέφτηκε: "Κάποιος θα πεθάνει σήμερα". Έτσι της είχε μάθει η γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που νοιάστηκε ποτέ για αυτήν. Όταν βλέπεις ένα αστέρι να πέφτει, τότε μια ψυχή πηγαίνει στο Θεό.

Στο επόμενο σπίρτο που άναψε μέσα από την φλόγα ξεπήδησε η εικόνα της γιαγιάς της. Την έβλεπε καθαρά να την κοιτάζει με το γαλήνιο βλέμμα της. "Ω γιαγιά μου, πάρε με μαζί σου" είπε το κοριτσάκι . "Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο όπως εξαφανίστηκε η σόμπα, η νόστιμη γαλοπούλα και το όμορφο Χριστουγεννιάτικο δέντρο".

Αμέσως άναψε μια χούφτα σπίρτα για να μην χαθεί ή εικόνα της γιαγιάς της. Και τα σπίρτα φώτισαν το μέρος σαν να ήταν μέρα. Η γιαγιά της ποτέ δεν ήταν πιο όμορφη. Και τότε την πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά της και την ανέβασε ψηλά στον ουρανό όπου δεν υπήρχε ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε πόνος γιατί ήταν μαζί με το Θεό.

Την επόμενη μέρα το πρωί βρήκαν το κοριτσάκι νεκρό εκεί στο άνοιγμα ανάμεσα από τα δύο σπίτια. Στα χέρια της είχε ακόμη τα σβησμένα σπίρτα και στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο. Θα πρέπει να προσπάθησε να ζεσταθεί είπαν κάποιοι περαστικοί. Κανένας όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι ωραία πράγματα είχε δει το κοριτσάκι και σε τι ωραίο μέρος την είχε πάει η γιαγιά της ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.