Τα τρία γουρουνάκια

Ένα πολύ γνωστό παραμύθι που μιλάει για την ενηλικίωση και την απομάκρυνση των παιδιών από το προστατευμένο περιβάλλον της οικογένειάς τους. 

Πρόκειται για μια ιστορία που διαδόθηκε πάρα πολύ στις δυτικές χώρες όπως και στην Ελλάδα λόγω των ηθικών της διδαγμάτων. Η πρώτη έντυπη έκδοση του παραμυθιού έγινε το 1840 από τον Τζέιμς 'Ορχαρντ Χάλιγουελ-Φίλιπς (James Orchard Halliwell-Phillipps). Όμως η πιο γνωστή έκδοση είναι αυτή που γράφτηκε από τον Τζόζεφ Τζέικομπς (Joseph Jacobs) και τυπώθηκε το 1890, με αναφορά στον Χάλιγουελ ως πηγή.  Παρ' όλα αυτά θεωρείται ότι η ιστορία αυτή είναι πολύ παλαιότερη.

Αφήνω τα πολλά λόγια και μεταφέρω εδώ το παραμύθι όπως τυπώθηκε από τον Τζέικομπς.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν τρία γουρουνάκια που ζούσαν με την μαμά τους. Όταν μεγάλωσαν τα γουρουνάκια η μαμά τους τους είπε:
- Παιδιά μου μεγαλώσατε πια και ήρθε η ώρα να φύγετε από το σπίτι και να πάτε να βρείτε την τύχη σας. Να θυμάστε μόνο πως σε ότι και αν κάνετε να δίνετε τον καλύτερό σας εαυτό και να το κάνετε όσο καλύτερα μπορείτε.
Έτσι τα τρία γουρουνάκια χαιρέτησαν τη μαμά τους και έφυγαν από το σπίτι.

Το πρώτο γουρουνάκι δεν πρόλαβε καλά καλά να απομακρυνθεί από το σπίτι και είδε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε άχυρα. Χωρίς να το σκεφτεί και πολύ έτρεξε γρήγορα δίπλα του και του είπε:
- Σε παρακαλώ άνθρωπέ μου, πούλησέ μου τα άχυρά σου. Θέλω να φτιάξω με αυτά το σπίτι μου.
Ο άνθρωπος παραξενεύτηκε που το γουρουνάκι ήθελε να φτιάξει ένα σπίτι από άχυρα. Παρόλ' αυτά του τα πούλησε. 


Έτσι το πρώτο γουρουνάκι βρήκε ένα ωραίο μέρος και χωρίς πολύ κόπο, έφτιαξε ένα σπίτι από άχυρα για να μείνει. Τα αδέρφια του το αποχαιρέτησαν και συνέχισαν το ταξίδι τους.

Μια μέρα, ένας πεινασμένος λύκος περπατούσε στο δρόμο και έψαχνε να βρει κάτι να φάει. Εκεί που περπατούσε, είδε από μακριά το σπίτι με τα άχυρα και απ' έξω το γουρουνάκι. Να μια καλή ευκαιρία για να φάω, σκέφτηκε και πλησίασε προς το σπίτι. Το γουρουνάκι μόλις τον είδε έτρεξε στο σπίτι του για να προστατευθεί. Στάθηκε λοιπόν ο λύκος έξω από το σπίτι και αφού χτύπησε δυνατά την πόρτα φώναξε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Σιγά να μην σου ανοίξω για να μπεις μέσα και να με φας, απάντησε το γουρουνάκι.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα γκρεμίσω το σπίτι σου, αποκρίθηκε ο λύκος.

Έτσι, φύσηξε και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε!

Τα άλλα δύο γουρουνάκια που έμαθαν τι έπαθε ο αδερφός τους σκέφτηκαν ότι θα πρέπει να είναι πιο προσεκτικά. Εκεί που περπατούσαν, βλέπουν ένα άνθρωπο που κουβαλούσε ένα φορτίο με ξύλα. Το δεύτερο γουρουνάκι πήγε αμέσως κοντά του και του είπε:
- Καλέ μου άνθρωπε, πούλησέ μου τα ξύλα σου για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και πράγματι ο άνθρωπος του πούλησε τα ξύλα.

 

Τότε, το γουρουνάκι έφτιαξε ένα ωραίο ξύλινο σπίτι για να μείνει. Κουράστηκε λίγο, άλλα σκέφτηκε ότι δεν πειράζει γιατί το σπίτι που είχε φτιάξει ήταν πιο γερό από του ανόητου αδερφού του. Έτσι αποχαιρέτησε τον αδερφό του, μπήκε μέσα στο σπιτάκι του, κάθησε στην καρέκλα του και απολάμβανε την ζεστασιά του σπιτιού.

Στο μεταξύ ο κακός λύκος άρχισε πάλι να πεινάει. Εκεί που περπατούσε και σκεφτόταν τι να φάει, είδε το ξύλινο σπίτι και μέσα σε αυτό το δεύτερο γουρουνάκι. Αμέσως πήγε κοντά, χτύπησε δυνατά την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα.
- Δεν με ξεγελάς εμένα λύκε, φώναξε από μέσα το γουρουνάκι. Αν σου ανοίξω θα μπεις μέσα και θα με φας.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε νευριασμένος ο λύκος.

 Έτσι, φύσηξε μια, φύσηξε δυο και μετά από αρκετή προσπάθεια το σπίτι γκρεμίστηκε. Τότε ο λύκος έτρεξε γρήγορα, έπιασε το γουρουνάκι και το έφαγε και αυτό!

Το τρίτο γουρουνάκι δεν ήταν ανόητο σαν τους αδερφούς του. Αφού περπάτησε και έψαξε πολύ, βρήκε έναν άνθρωπο που κουβαλούσε τούβλα.
- Σας παρακαλώ κύριε, του είπε, πουλήστε μου τα τούβλα σας για να φτιάξω το σπίτι μου.
Και τότε ο άνθρωπος αποφάσισε να δώσει τα τούβλα στο γουρουνάκι.


Το τρίτο γουρουνάκι κουράστηκε πολύ για να φτιάξει το σπίτι του. Του πήρε πολλές ημέρες, στο τέλος όμως έφτιαξε ένα πολύ γερό σπίτι από τούβλα και τσιμέντο. Μπήκε λοιπόν μέσα και κάθισε για να ξεκουραστεί.

Ο κακός λύκος που είχε πεινάσει πάλι, είδε το σπίτι από το τρίτο γουρουνάκι. Σκέφτηκε ότι ήταν η ευκαιρία του να το φάει και αυτό όπως τα αδέρφια του και ευθύς πήγε και χτύπησε την πόρτα:
- Γουρουνάκι, άνοιξέ μου και άφησέ με να μπω μέσα, φώναξε.
- Δεν σου ανοίγω λύκε. Θα φας κι εμένα όπως τα αδέρφια μου, απάντησε αυτό.
- Τότε κι εγώ θα φυσήξω με όλη μου την δύναμη και θα σου γκρεμίσω το σπίτι, απάντησε ξανά ο λύκος.

Τότε άρχισε να φυσάει και να ξεφυσάει με όλη του την δύναμη. Όμως το σπίτι ήταν πολύ γερό και μετά από κάποιες ώρες, ο λύκος κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα έτσι. Κάθησε λοιπόν και σκέφτηκε ότι για να φάει το γουρουνάκι θα πρέπει να το ξεγελάσει.


Έτσι του είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω ένα ωραίο χωράφι με γογγύλια!
- Πού είναι; ρώτησε το γουρουνάκι.
- Είναι εδώ παρακάτω στο αγρόκτημα. Αν θέλεις, αύριο το πρωί θα περάσω να σε πάρω να πάμε παρέα και να πάρουμε μερικά.
- Εντάξει, απάντησε το γουρουνάκι, αύριο θα ετοιμαστώ για να πάμε. Μόνο πες μου τι ώρα θα περάσεις.
- Θα περάσω στις έξι, απάντησε ο λύκος και έφυγε σίγουρος ότι έπιασε το κόλπο του.
Το γουρουνάκι όμως που ήταν έξυπνο, κατάλαβε το κόλπο του λύκου. Έτσι, ξύπνησε στις πέντε και πήγε μόνο του στο αγρόκτημα. Μέχρι να πάει η ώρα έξι είχε ήδη μαζέψει τα γογγύλια και είχε γυρίσει στο σπίτι του.


Ο λύκος πήγε στο σπίτι στις έξι όπως είχαν συμφωνήσει, χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι είσαι έτοιμο;
- Έτοιμο, μόνο που μέχρι να έρθεις πήγα στο αγρόκτημα και μάζεψα τα γογγύλια μου. Τώρα ετοιμαζόμουν να φτιάξω μια ωραία κατσαρόλα με φαγητό!
Ο λύκος όταν το άκουσε αυτό θύμωσε πολύ. Παρόλ' αυτά σκέφτηκε ότι αν προσπαθούσε πάλι θα κατάφερνε να ξεγελάσει το γουρουνάκι και έτσι είπε:
- Γουρουνάκι, ξέρω που υπάρχει μια ωραία μηλιά που κάνει πεντανόστιμα μήλα.
- Πού είναι; αποκρίθηκε το γουρουνάκι.
- Πιο κάτω στον μεγάλο κήπο. Αν δεν με κοροϊδέψεις πάλι μπορώ να περάσω αύριο το πρωί στις πέντε να σε πάρω να πάμε.
- Σύμφωνοι, είπε το γουρουνάκι και ο λύκος έφυγε.
Το γουρουνάκι όμως ήταν πονηρό και κατάλαβε πάλι το κόλπο του λύκου. Έτσι ξύπνησε στις τέσσερις και πήγε γρήγορα στην μηλιά, ελπίζοντας ότι θα προλάβει να γυρίσει πριν να έρθει ο λύκος. Όμως η διαδρομή ήταν μεγαλύτερη και επιπλέον είχε να σκαρφαλώσει και στο δέντρο.

Όταν λοιπόν, μάζεψε τα μήλα και άρχισε να κατεβαίνει από το δέντρο, είδε από μακριά τον λύκο να έρχεται προς το μέρος του. Όταν ο λύκος έφτασε κάτω από το δέντρο είπε:
- Γουρουνάκι έφτασες πριν από εμένα; Είναι ωραία τα μήλα;
- Ναι πολύ ωραία, είπε το γουρουνάκι. Κάτσε να σου πετάξω ένα κάτω για να δοκιμάσεις.
Και πέταξε το μήλο πολύ μακριά από το δέντρο.


Μέχρι ο λύκος να φτάσει το μήλο, το γουρουνάκι πήδηξε κάτω από την μηλιά και έτρεξε γρήγορα στο σπίτι του.

Ο λύκος δεν το 'βαλε κάτω. Την επόμενη μέρα το πρωί πήγε πάλι στο γουρουνάκι με καινούριο σχέδιο. Χτύπησε την πόρτα και είπε:
- Γουρουνάκι το απόγευμα γίνεται ένα πανηγύρι στο διπλανό χωριό. Θέλεις να πάμε;
- Φυσικά, είπε το γουρουνάκι. Τι ώρα θα πας;
- Στις τρείς, είπε ο λύκος και έφυγε.

Το γουρουνάκι, όπως και τις άλλες φορές ξεκίνησε πιο νωρίς και πήγε στο πανηγύρι. Εκεί αγόρασε ένα βαρέλι και καθώς γύριζε είδε τον λύκο να πηγαίνει προς το σπίτι του. Τότε, μην έχοντας τι άλλο να κάνει, σκέφτηκε να μπει μέσα στο βαρέλι για να κρυφτεί. Στην προσπάθειά του όμως να μπεί μέσα στο βαρέλι, αυτό αναποδογύρισε και άρχισε να κατρακυλάει στον λόφο! Ο λύκος, που δεν είχε δει το γουρουνάκι, είδε το βαρέλι να έρχεται προς τα πάνω του και τρόμαξε πολύ. Άρχισε λοιπόν να τρέχει για να φύγει και τελικά δεν πήγε στο πανηγύρι.


 Το γουρουνάκι μόλις σταμάτησε το βαρέλι, βγήκε από μέσα και πήγε γρήγορα στο σπίτι του. Μετά από λίγο, ο λύκος ηρέμησε από την λαχτάρα που πήρε και πήγε στο σπίτι του μικρού γουρουνιού. Χτύπησε την πόρτα και είπε στο γουρουνάκι τι του είχε συμβεί. Ότι δηλαδή δεν πήγε στο πανηγύρι γιατί τρόμαξε πολύ από ένα βαρέλι που κατρακυλούσε προς τα πάνω του.
- Χα χα, σε κορόιδεψα, είπε το γουρουνάκι. Είχα πάει στο πανηγύρι και αγόρασα ένα βαρέλι. Μόλις σε είδα μπήκα μέσα και άρχισα να κατρακυλάω στην πλαγιά του λόφου για να σε τρομάξω!
Όταν ο λύκος το άκουσε αυτό έγινε έξαλλος.
- Α, ώστε εσύ ήσουν που με τρόμαξες, είπε. Τότε και εγώ θα μπω στο σπίτι σου από την καμινάδα και θα σε φάω!


 Το γουρουνάκι μόλις το άκουσε αυτό αποφάσισε ότι έπρεπε να δράσει γρήγορα. Έτσι, μέχρι να καταφέρει ο λύκος να ανέβει στην σκεπή, άρπαξε γρήγορα μια μεγάλη κατσαρόλα και την γέμισε νερό. Άναψε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μια δυνατή φωτιά στο τζάκι και έβαλε από πάνω την κατσαρόλα. Όταν ο λύκος ήταν έτοιμος να μπει στην καμινάδα το νερό είχε ήδη αρχίσει να βράζει. Έτσι, όταν ο λύκος μπήκε στην καμινάδα, έπεσε με φόρα μέσα στην κατσαρόλα με το βραστό νερό και κάηκε.

Έτσι, το γουρουνάκι ξεφορτώθηκε τον κακό λύκο και από τότε έζησε αυτό καλά και εμείς καλύτερα!

(Τις πολύ όμορφες φωτογραφίες τις πήρα από εδώ)

Σημείωση 
Σε μεταγενέστερες εκδοχές του παραμυθιού και για λόγους μείωσης των "βίαιων σκηνών", ο κακός λύκος δεν τρώει τα δύο πρώτα γουρουνάκια. Αντί γι' αυτό, μόλις γκρεμίζεται το σπίτι από άχυρο, το πρώτο γουρουνάκι τρέχει στο δεύτερο σπίτι με τα ξύλα και στη συνέχεια και τα δύο γουρουνάκια τρέχουν στο σπίτι με τα τούβλα. 
Επίσης για να γίνει πιο μικρό το παραμύθι, δεν αναφέρεται το κομμάτι όπου ο λύκος προσπαθεί να ξεγελάσει το τρίτο γουρουνάκι. Αντίθετα μόλις καταλάβει ότι δεν μπορεί να γκρεμίσει το σπίτι, προσπαθεί αμέσως να μπεί από την καμινάδα. 

Όπως και να 'χει, τα "τρία γουρουνάκια" είναι ένα πολύ αγαπημένο παιδικό παραμύθι!