Ένα παραμύθι από τα παιδικά μας χρόνια από τους αδερφούς Γκριμ (Grimm).
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα κοριτσάκι. Η γιαγιά της της είχε χαρίσει ένα κόκκινο σκουφάκι που της άρεσε πολύ και το φορούσε πάντα. Έτσι όλοι στο χωριό την φώναζαν "κοκκινοσκουφίτσα".
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε σε ένα μικρό χωριό ένα κοριτσάκι. Η γιαγιά της της είχε χαρίσει ένα κόκκινο σκουφάκι που της άρεσε πολύ και το φορούσε πάντα. Έτσι όλοι στο χωριό την φώναζαν "κοκκινοσκουφίτσα".
Μια μέρα η γιαγιά της κοκκινοσκουφίτσας αρρώστησε και έτσι η μητέρα της την φώναξε και της είπε:
"κοκκινοσκουφίτσα, πάρε αυτό το καλάθι, έχει μέσα φαγητό και ένα μπουκάλι κρασί. Να τα πας στην γιαγιά σου που είναι άρρωστη για να γίνει καλά. Όμως να προσέχεις στο δρόμο και να μην βγεις από το μονοπάτι γιατί παραμονεύουν πολλοί κίνδυνοι".
Η κοκκινοσκουφίτσα υποσχέθηκε στην μητέρα της να προσέχει και ξεκίνησε.
"κοκκινοσκουφίτσα, πάρε αυτό το καλάθι, έχει μέσα φαγητό και ένα μπουκάλι κρασί. Να τα πας στην γιαγιά σου που είναι άρρωστη για να γίνει καλά. Όμως να προσέχεις στο δρόμο και να μην βγεις από το μονοπάτι γιατί παραμονεύουν πολλοί κίνδυνοι".
Η κοκκινοσκουφίτσα υποσχέθηκε στην μητέρα της να προσέχει και ξεκίνησε.
Το σπίτι της γιαγιάς ήταν μέσα στο δάσος. Μετά από λίγη ώρα και ενώ περπατούσε στο μονοπάτι η κοκκινοσκουφίτσα συνάντησε ένα λύκο. Δεν ήξερε όμως ότι ο λύκος είναι κακός και έτσι δεν τον φοβήθηκε. Την πλησιάζει λοιπόν ο λύκος και της λέει:
- Καλή σου μέρα κοκκινοσκουφίτσα.
- Γεια σου λύκε!
- Πού πηγαίνεις τόσο νωρίς κοκκινοσκουφίτσα;
- Πηγαίνω στο σπίτι της γιαγιάς μου που είναι άρρωστη. Μου έδωσε η μαμά μου να της πάω φαγητό και κρασί για να δυναμώσει.
- Και πού μένει η γιαγιά σου;
- Το σπίτι της είναι κάτω από κάτι βελανιδιές λίγο πιο κάτω από εδώ.
Ο κακός λύκος σκέφτηκε: "να μια καλή ευκαιρία για μένα να φάω. Πρέπει να βρω ένα τρόπο για να την καθυστερήσω". Μετά από λίγο λέει στην κοκκινοσκουφίτσα: "κοκκινοσκουφίτσα, δες τι όμορφα λουλούδια έχουν ανθίσει στο δάσος, άκου και τα πουλάκια τι ωραία κελαηδούν. Γιατί δεν στέκεσαι λίγο να τα δεις; Περπατάς βιαστική σαν να πηγαίνεις στο σχολείο ενώ είναι τόσο όμορφα εδώ."
Η κοκκινοσκουφίτσα κοίταξε γύρω της και είδε την όμορφη λιακάδα και τα λουλούδια που άνθιζαν παντού μέσα στο δάσος και σκέφτηκε: "αν πάω ένα μπουκέτο λουλούδια στην γιαγιά μου θα χαρεί πολύ. Είναι νωρίς ακόμη, προλαβαίνω να μαζέψω μερικά." Και έτρεξε μέσα στο δάσος για να μαζέψει λουλούδια. Κάθε φορά που έκοβε ένα λουλουδάκι της φαίνονταν ότι έβλεπε ένα ακόμη πιο όμορφο λίγο παραπέρα και έτρεχε να το πάρει πηγαίνοντας όλο και πιο μέσα στο δάσος.
Στο μεταξύ ο κακός λύκος έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς της και χτύπησε την πόρτα.
Στο μεταξύ ο κακός λύκος έτρεξε στο σπίτι της γιαγιάς της και χτύπησε την πόρτα.
"Ποιός είναι;" ρώτησε η γιαγιά.
"Είμαι η κοκκινοσκουφίτσα" είπε ο λύκος, "σου έφερα φαγητό και κρασί".
"Σπρώξε την πόρτα και μπες, είναι ανοιχτά. Είμαι πολύ άρρωστη και δεν μπορώ να σηκωθώ" είπε η γιαγιά.
Και τότε ο λύκος άνοιξε την πόρτα, πήγε αμέσως στο κρεβάτι της γιαγιάς και την έφαγε! Μετά φόρεσε την νυχτικιά της, έβαλε το σκουφάκι της, έκλεισε τις κουρτίνες, ξάπλωσε στο κρεβάτι της γιαγιάς και περίμενε την κοκκινοσκουφίτσα.
Η κοκκινοσκουφίτσα αφού μάζεψε πολλά λουλουδάκια ξεκίνησε για το σπίτι της γιαγιάς της. Μόλις έφτασε είδε την πόρτα ανοιχτή και ανησύχησε. Προχώρησε μέσα στο σπίτι και έφτασε δίπλα στο κρεβάτι της γιαγιάς της. Άνοιξε τις κουρτίνες και είδε ότι η γιαγιά της φαινόταν πολύ περίεργη. Έτσι ρώτησε:
- Για να σε ακούω καλύτερα παιδί μου.
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα μάτια;
- Για να σε βλέπω καλύτερα κοριτσάκι μου.
- Γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλα χέρια;
- Για να σε πιάνω καλύτερα.
- Ω, γιαγιά, γιατί έχεις τόσο μεγάλο και τρομερό στόμα;
"Για να σε φάω", είπε ο λύκος και αμέσως πετάχτηκε από το κρεβάτι και την έκανε μια μπουκιά!
Αφού ο λύκος έφαγε και την κοκκινοσκουφίτσα γύρισε στο κρεβάτι και ξάπλωσε γιατί το στομάχι του είχε βαρύνει. Τότε τον πήρε ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει δυνατά.
Αφού ο λύκος έφαγε και την κοκκινοσκουφίτσα γύρισε στο κρεβάτι και ξάπλωσε γιατί το στομάχι του είχε βαρύνει. Τότε τον πήρε ο ύπνος και άρχισε να ροχαλίζει δυνατά.
Εκείνη την στιγμή έτυχε να περνάει έξω από το σπίτι της γιαγιάς ένας κυνηγός, που άκουσε το ροχαλητό και παραξενεύτηκε που η γιαγιά ροχάλιζε τόσο δυνατά. Έτσι αποφάσισε να πάει να δει τι συμβαίνει. Μόλις μπήκε μέσα είδε το λύκο να κοιμάται στο κρεβάτι, είδε και τη μεγάλη του κοιλιά και κατάλαβε τι είχε συμβεί. "Σίγουρα έφαγε την γιαγιά" σκέφτηκε, "όμως μπορεί να προλαβαίνω ακόμα να την σώσω". Έτσι πήρε ένα ψαλίδι για να του ανοίξει την κοιλιά.
Μόλις έκοψε λίγο είδε το κόκκινο σκουφάκι της κοκκινοσκουφίτσας, ενώ μετά από λίγο το κοριτσάκι πετάχτηκε έξω κλαίγοντας "Ω, πόσο φοβήθηκα! Ήταν τόσο σκοτεινά μέσα στην κοιλιά του λύκου!" Αμέσως μετά βγήκε από την κοιλιά του λύκου και η γιαγιά. Τότε η κοκκινοσκουφίτσα έφερε πέτρες, γέμισαν την κοιλιά του λύκου και την έραψαν ξανά.
Όταν ο λύκος ξύπνησε ένιωθε το στομάχι του ακόμα πολύ βαρύ και πήγε να πιει νερό στο ποτάμι. Όταν έσκυψε να πιει νερό οι πέτρες ήταν τόσο βαριές που έπεσε μέσα στο ποτάμι και τον παρέσυρε πολύ μακριά.
Η κοκκινοσκουφίτσα, η γιαγιά της και ο κυνηγός που ήταν κρυμμένοι και τον είδαν χάρηκαν. Η γιαγιά έφαγε το φαγητό, ήπιε το κρασί και ένιωσε καλύτερα. Και η κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε: "άλλη φορά θα ακούω τη μαμά μου και δεν θα φεύγω από το μονοπάτι".
Όταν ο λύκος ξύπνησε ένιωθε το στομάχι του ακόμα πολύ βαρύ και πήγε να πιει νερό στο ποτάμι. Όταν έσκυψε να πιει νερό οι πέτρες ήταν τόσο βαριές που έπεσε μέσα στο ποτάμι και τον παρέσυρε πολύ μακριά.
Η κοκκινοσκουφίτσα, η γιαγιά της και ο κυνηγός που ήταν κρυμμένοι και τον είδαν χάρηκαν. Η γιαγιά έφαγε το φαγητό, ήπιε το κρασί και ένιωσε καλύτερα. Και η κοκκινοσκουφίτσα σκέφτηκε: "άλλη φορά θα ακούω τη μαμά μου και δεν θα φεύγω από το μονοπάτι".